Σήμερα μαύρος ουρανός (Το μοιρολόι της Παναγίας)
Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βολή
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό,
των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό,
για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε
για τον Μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές,
φτάνουν και οι μετάνοιες
τον γιο σου τον επιάσανε
και στα χαλκιά τον πάνε,
σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά, χαλκιά φτιάξτε καρφιά,
φτιάξτε τρία πιρούνια.
Μα εκείνος, ο παράνομος
βαράει και κάμει πέντε.
Συ Φαραγιέ που τα φτιαξες,
πρέπει να μας διδάξεις.
Τώρα που με ρωτήσατε,
εγώ θα σας διδάξω.
Βάλτε τα δυο στα χέρια του
και τ’ άλλα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
έπεσε και λιγώθη,
στάμνες νερό της ρίξανε,
τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα
για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός
και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί,
φωτιά να πέσει μέσα,
ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί
για τον Μονογενή της.
Λάβε κυρά μου υπομονή,
λάβε κυρά μου ανέση.
Μα πώς να λάβω υπομονή,
μα πώς να λάβω ανέση
ένανε γιο μονάκριβο
και κείνον σταυρωμένο.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή,
και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή
κι οι τέσσερις αντάμα,
πήραν το δρόμο το δρομί,
δρομί το μονοπάτι
το μονοπάτι τις έβγαλε
μπρος στου ληστού την πόρτα.
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή
και τα κλειδιά παρμένα
και τα ψηλά παράθυρα
σφιχτά μανταλωμένα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού
και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της
ανοίγει μοναχή της.
Βλέπουν δεξιά, βλέπουν ζερβά
κανέναν δε γνωρίζουν,
βλέπουν και δεξιότερα,
βλέπουν τον Άγιο-Γιάννη,
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε,
και βαπτιστή του γιου μου
μην είδες τον Υγιόκα μου
και σε διδάσκαλό σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο
για να σου Τον εδείξω.
Σου δίνω στόμα να μου πεις,
γλώσσα να μου μιλήσεις,
σου δίνω χεροπάλαμο
για να μου Τον εδείξεις.
Τώρα που μου τα έδωσες
εγώ θα σου Τον δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι,
όπου φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτηγμένο,
εκείνος είν’ ο γιόκας σου
και με διδάσκαλός μου
Κι η Παναγιά πλησίασε,
γλυκά Τον εμιλάει.
Δε μου μιλάς παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου.
Τι να σου πω μανούλα μου,
που διάφορα δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο,
κοντά στο μεσονύχτι,
όταν λαλήσει ο πετεινός,
σημάνουν οι καμπάνες,
σημάνει η γης, σημάνει ο Θεός,
σημάνουν τα ουράνια
σημάνει κι η Αγια – Σοφιά
με τρεις χρυσές καμπάνες.
Τότε και συ μανούλα μου,
θα ‘χεις χαρές μεγάλες.
Όποιος το λέει σώζεται,
όποιος τ’ ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί
παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο
κι από τον Άγιο Τάφο.